- στημορραγώ
- -έω, Α(αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, -ονος (η μορφή στημο- του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + -ρραγῶ (< -ρραγής < θ. ραγ- τού ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο-ρραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.